προϋπόστασις

προϋπόστασις
-άσεως, ἡ, ΜΑ [προϋφίσταμαι]
το να έχει κάτι εκ τών προτέρων υπόσταση, το να υπάρχει κάτι εκ τών προτέρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προυπόστασις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προυποστάσης — προυπόστασις fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προυπόστασιν — προυπόστασις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προϋπόστατος — ον, Μ [προϋπόστασις] αυτός που έχει προηγουμένως υπόσταση, σωματική ύπαρξη («οὐ γὰρ προϋποστάτῳ καθ ἑαυτὴν σαρκὶ ἡνώθη ὁ θεῑος λόγος», Ιωάνν. Δαμ.) …   Dictionary of Greek

  • προυποστάσεως — προυποστάσεω̆ς , προυπόστασις fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προυποστάσῃ — προυποστάσηι , προυπόστασις fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”